Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ο Τόμας


Ο Τόμας ήταν ένας άνδρας απροσδιορίστου ηλικίας. Άλλοτε έμοιαζε με παιδί, έτοιμο να κάνει σκανδαλιές και άλλοτε με γέρο που κουβαλούσε στην πλάτη του τα βάρη όλου του κόσμου. Κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα. Ο ίδιος αυτοσαρκαζόταν και έλεγε ότι ήταν το μοναδικό όνομα που του ταίριαζε επειδή ήταν ένας άπιστος, και ότι το διάλεξε από τον ευαγγελικό άπιστο Θωμά.
Και πραγματικά ο Τόμας δεν πίστευε πια σε τίποτα. Δεν πίστευε στο ορατό, έψαχνε το άυλο, το υπερφυσικό, το αόρατο. Είχε δει πολλά, είχε ακούσει πολλά, είχε ταξιδέψει αρκετά, μα πάντα διψούσε για κάτι το διαφορετικό, γι αυτό που θα τον έκανε να βρει την πίστη του.
Του άρεσαν το ποτό, οι γυναίκες, το περιθώριο και οι αδιέξοδες συζητήσεις. Είχε περάσει αμέτρητες βραδιές ξάγρυπνος, βουτηγμένος στο αλκοόλ να συζητάει με αλκοολικούς φιλόσοφους, με κλωσάρ, με πόρνες, με σαλταρισμένους καλλιτέχνες, με τρελούς. Ένιωθε μια έλξη για τους καταραμένους, όπως έλεγε κι ο ίδιος. Λένε πως κάποτε σάλταρε κι αυτός μετά από το χαμό μιας αγαπημένης. Άλλοι πάλι λένε πως σάλταρε από το πολύ αλκοόλ και χάθηκε για μεγάλο διάστημα.
Μετά από χρόνια ξαναεμφανίστηκε διαφορετικός πιο σοβαρός, πιο απόμακρος. Έβλεπε την ειρωνεία και τη ματαιοδοξία γύρω του, επιλέγοντας την ηρεμία του μοναχικού παρατηρητή. Απογοητευμένος από την πραγματικότητα άρχισε να φτιάχνει δικούς του κόσμους, φανταστικούς, ονειρικούς. Η προσαρμογή του γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, αρνιόταν την ασχήμια, την τσιγκουνιά, την υπεροψία, τη μιζέρια της καθημερινότητας και μισούσε το ψέμα και την υποκρισία. Του ήταν πολύ δύσκολο να εκφραστεί πλέον με λόγια. Είχε μάθει να μιλά με συναισθήματα. Όταν κάπου δεν αισθανόταν καλά, έφευγε. Πάντα έφευγε απογοητευμένος, αναζητώντας να ζήσει τα όνειρά του.
Τώρα βρισκόταν πάλι σε ένα τέτοιο δίλημμα. Περπατούσε στην παραλία με τα χέρια στις τσέπες. Στα δάκτυλα του κρατούσε μια πέτρα. Ήταν ότι πιο πολύτιμο είχε εκείνη τη στιγμή. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ την πέταξε με δύναμη στη θάλασσα.
Ήταν πάλι ένα παιδί. Χαμογέλασε, σκούπισε ένα δάκρυ και έφυγε.



Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Σημείο αναφοράς


Ήσουν κι εσύ που κάπως κρατούσες τα χαλινάρια του μυαλού μου. Σημείο αναφοράς. Ναι αυτό ήσουν. Κι ήμουν έτοιμος να υποφέρω τα πάνδεινα για να παραμείνεις έτσι. Σκέψεις, εικόνες, ήχοι, αισθήματα αναφερόταν σε σένα. Σε είχα χρήσει ιππότη των καταραμένων και ποιητή των πάντων. Όμως, εγώ ο ταπεινός σου δούλος, ένα πρωί ύψωσα το ανάστημά μου εκεί που δεν έφτανε η σκιά σου. Και τότε είδα την αλήθεια. Με οδηγούσες σε λάθος δρόμο, από απειρία μάλλον. Δε μπορώ να φανταστώ ότι το έκανες εσκεμμένα.
Στο δρόμο που ήταν στρωμένος με ρόδα φύτρωσαν κάκτοι. Πάντα μου άρεσαν οι κάκτοι. Κι η Αριζόνα είναι το αγαπημένο μου μέρος. Δεν ξέρω γιατί δε στο ‘πα ποτέ. Πολλά δε σου ‘χω πει...

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Η ατομική μας ευθύνη


Δεν υπάρχει συλλογική ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας, όσο κι αν τα κοράκια της ενημέρωσης προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Όσο κι αν η φράση «μαζί τα φάγαμε» που εκστόμισε το παχύδερμο, ο Πάγκαλος, βρήκε αρκετούς υποστηρικτές.
Τα οικονομικά της χώρας είναι στην αποκλειστική δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτή διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά, όπως κρίνει σωστά, υπολογίζοντας έσοδα – έξοδα και άλλες υποχρεώσεις. Δε μπορεί ένας κτηνοτρόφος στην Ήπειρο ή ένας γιατρός στη Θεσσαλονίκη ή ένας αγρότης στην Κρήτη να γνωρίζει αν η χώρα έχει έλλειμμα ή πλεόνασμα, αν χρειάζεται να δανειστεί και πόσα και αν είναι σε θέση να επιστρέψει τα δανεικά.
Το πολιτικό σύστημα για να διατηρηθεί στην εξουσία και στα προνόμια που αυτή συνεπάγεται (πλουτισμός και ασυλία) άπλωσε τα πλοκάμια του στα πανεπιστήμια, στον συνδικαλισμό και γενικά σε κάθε χώρο πρόσφορο στο ρουσφέτι και στη διαφθορά. Τα βουλευτικά γραφεία δούλευαν σαν μικρομάγαζα, ικανοποιώντας ακόμα και τα πιο παράλογα αιτήματα πολιτών – πελατών.
Ακούμε στα «δελτία ειδήσεων» για συνδικαλιστικές συντεχνίες, για παράνομες επιδοτήσεις αγροτών, για επιδόματα σε μαϊμού ανάπηρους, για συντάξεις πεθαμένων, για διαφθορά στο δημόσιο, για φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία.
Αυτό που δεν ακούμε είναι ποιοι βρίσκονται στη λίστα του Χριστοφοράκου, ποιοι στη λίστα Λαγκάρντ, ποιοι έχουν off shore εταιρείες και δηλώνουν άποροι. Δεν ακούμε ούτε για τις μίζες από τα εξοπλιστικά προγράμματα, τα υπερτιμολογημένα δημόσια έργα στους εθνικούς εργολάβους, τις δωρεάν ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες και τα θαλασσοδάνεια στους κολλητούς και κουμπάρους.
Όλα αυτά όμως ακούγονταν σε δημοσιογραφικά πηγαδάκια και σε πολιτικά γραφεία, και συνοδεύονταν συνήθως από χαμόγελα συνενοχής και κούνημα του κεφαλιού. Οι ίδιες κουβέντες μεταφέρονταν και σε
καφενεία και στους χώρους δουλειάς. Ήταν πλέον κοινό μυστικό ότι οι πολιτικοί των δύο κομμάτων εξουσίας, στην πλειοψηφία τους, ήταν διεφθαρμένοι.
Έτσι η διαφθορά επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Όταν έχεις λερωμένη τη φωλιά σου, κάνεις τα στραβά μάτια….
Έτσι φτάσαμε εδώ. Με τους ίδιους ανθρώπους που οδήγησαν τη χώρα στην χρεοκοπία και τους πολίτες σε εξαθλίωση να προσπαθούν να κρατηθούν στην εξουσία με νύχια και με δόντια.
Το δίλλημα δεν είναι μνημόνιο ή αντιμνημόνιο. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να αποδοθεί δικαιοσύνη. Να απαλλαγούμε κατ’ αρχήν από τους διεφθαρμένους πολιτικούς και κατά δεύτερο λόγο από τις αρρωστημένες νοοτροπίες.
Να βάλουμε τις βάσεις για ένα σύγχρονο κράτος που θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και θα εξασφαλίζει τα βασικά στους αδύναμους. Αυτή είναι η ατομική μας ευθύνη. Καθένας από μας πρέπει να την αναλάβει.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Η σκιά


Κυριακή απόγευμα. Νιώθω τη σκιά μου αδύναμη. Πάει τοίχο – τοίχο σχεδόν παραπατάει. Που και που ακουμπάει σε κανένα πρεβάζι παραθύρου για να ξεκουραστεί Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα έτσι. Ποτέ πριν δεν βαρυγκώμησε ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ήταν πάντα εκεί. Ποτέ δε ρωτούσε τον προορισμό, πάντα έτοιμη να φύγει μαζί μου, στα όνειρά μου έμπιστη κι αχώριστη σύντροφος. Είχε κουραστεί πια να μ’ ακολουθεί. Κάτι είχα καταλάβει μα ήταν ήδη αργά. Είχε έρθει το τέλος. Χωρίς καμιά άλλη προειδοποίηση με άφησε μόνο. Έμεινα χωρίς σκιά. Φοβάμαι.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Πωλούνται σκέψεις


Είχα απογοητευτεί. Είχα πάρει σβάρνα όλα τα παλαιοπωλεία της Μασσαλίας ψάχνοντας κάτι που να αντέχει το πορτοφόλι μου σε παλιά βιβλία, σπαθιά, παλιούς ναυτικούς χάρτες ή σε κάτι άλλο που θα μου γυάλιζε στο μάτι. Χαμένος σε μικρά σοκάκια και έτοιμος να πάρω το δρόμο του γυρισμού για το ξενοδοχείο, βλέπω μια ταμπέλα που μου τράβηξε την προσοχή. «Πωλούνται σκέψεις», έγραφε σ’ ένα κομμάτι χαρτί κολλημένο με ζελοτέιπ στη σκονισμένη βιτρίνα.
Ανοίγω την πόρτα και κτυπάει το κουδουνάκι της εισόδου. Πίσω από ένα μικρό πάγκο καθόταν ένας τύπος απροσδιορίστου ηλικίας με άσπρα μαλλιά και περιποιημένη γενειάδα. «Ξέρω τι ψάχνεις» μου είπε με βαριά προφορά του Νότου. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβω τι έλεγε. Έριξα μια γρήγορη ματιά γύρω και του απάντησα: «Δε βλέπω κάτι που να μ’ ενδιαφέρει, εκτός από τα ωραία μπουκαλάκια που έχετε στα ράφια». Τίποτα εκεί μέσα δεν ήταν παλιό εκτός από τη σκόνη, παρατήρησα.
«Αλήθεια, τι σκέψεις πουλάτε, δικές σας;», τον ρώτησα κάπως ειρωνικά. Δεν έδωσε σημασία στο ύφος μου και μου απάντησε αργά και καθαρά, κατανοώντας τη δυσκολία μου να καταλάβω τη βαριά προφορά του: «Δεν πουλάω σκέψεις, αγαπητέ μου. Όλα τα πλάσματα του πλανήτη σκέφτονται. Ακόμα και τα πιο μικρά έντομα και τα φυτά. Αυτές οι σκέψεις, μόλις εκπληρώσουν τον σκοπό τους πλανώνται στον αέρα. Είναι μεταχειρισμένες σκέψεις, αν θέλεις να το πεις έτσι. Εγώ τις αιχμαλωτίζω σε αυτά τα μικρά μπουκαλάκια και έχω την ικανότητα να τις διαβάζω. Όπως έχω την ικανότητα να αντιληφθώ τι σκέψη χρειάζεται ο κάθε πελάτης μου». Ήταν τόσο πειστικός που έμεινα με ανοιχτό το στόμα. «Κι εγώ τι σκέψη νομίζετε ότι χρειάζομαι», ρώτησα με ταπεινότητα που έδειξε να τον ξαφνιάζει. «Χμ, εσύ χρειάζεσαι μια σκέψη δαίμονα», μου απάντησε κοφτά.
Έκανα να φύγω και με σταμάτησε με ένα νεύμα. «Έχεις ένα δαίμονα μέσα σου που σε τρώει. Δεν το ‘χεις καταλάβει; Δε νιώθεις ότι κάθε φορά που αγαπάς έναν άνθρωπο μπαίνουν συνέχεια ζιζάνια στη μέση; Ο δαίμονας σου μισεί την αγάπη και σπέρνει τη ζήλια, την αμφιβολία, την αμφισβήτηση. Σε παραμορφώνει σε κάνει κακό και άσχημο στα μάτια των άλλων. Αλήθεια, δεν το ‘χεις νιώσει; Εγώ μπορώ να το δω ξεκάθαρα στα μάτια σου». «Και πως παγιδεύεις τις σκέψεις;», τον ρώτησα μη ξέροντας τι άλλο να πω εκείνη τη στιγμή. «Τις μεθώ με δροσοσταλίδες. Οι σκέψεις τρελαίνονται για δροσοσταλίδες, αλλά δεν θα σου πω λεπτομέρειες. Είναι επαγγελματικό μυστικό» μου είπε και χαμογέλασε για πρώτη φορά.
Άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα μωβ μπουκαλάκι. Το κοίταξε στο αμυδρό φως της λάμπας και μου είπε: «Κάθε φορά που νιώθεις μέσα σου το δαίμονα, να κοιτάζεις τον άνθρωπο που αγαπάς στα μάτια και να σκέφτεσαι πόσο πολύ τον αγαπάς. Μην αφήνεις τα ζιζάνια που σπέρνει μέσα σου να φυτρώσουν. Αυτό θα τον σκοτώσει», μου είπε μ’ ένα ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση. Ένιωθα περίεργα, δεν ήθελα να μείνω άλλο εκεί.
«Τι σου χρωστάω;» τον ρώτησα. «Τίποτα, καλή καρδιά», μου απάντησε και χαμογέλασε ψιθυρίζοντας κάτι που δεν κατάλαβα.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Σημείο μηδέν


Σιωπή. Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους. Οι εικόνες γίνονται θολές, ξεθωριασμένες. Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ, μα ούτε και πως ήρθα. Και δε με νοιάζει. Ποτέ μου δε μ’ ένοιαζαν πολλά πράγματα. Πάντα είχα δυσκολία να διακρίνω τα όρια μεταξύ της πραγματικότητας και του ονειρικού δικού μου κόσμου. Νομίζω είχα καταφέρει να μεταφέρομαι από τη μια διάσταση στην άλλη χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Λίγοι το ήξεραν. Ελάχιστοι. Μόνο αυτοί που εμπιστευόμουν και αγαπούσα κατά καιρούς.
Και τώρα; Έχω μείνει στάσιμος στην άλλη πλευρά. Σε αυτήν που δε γουστάρω. Που αναγκάζομαι να συμβιβαστώ πολλές φορές. Εκεί που συνυπάρχουν το ψέμα, η υποκρισία, ο φθόνος και η κακογουστιά.
Εκεί σε γνώρισα, ένα βράδυ. Ήσουν κι εσύ από άλλο κόσμο μαγικό. Δυο χαμένες ψυχές που αντάμωσαν να βαδίσουν για λίγο μαζί. Χέρι – χέρι. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Να σε κοιτάζω μόνο στα μάτια μου φτάνει.
Είναι το σημείο μηδέν; Δεν ξέρω…                                        

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Μια χαραμάδα


Μια χαραμάδα τόση δα
μικρή κι ασήμαντη
αόρατη στο άπειρο μάτι
εριστική και βλάσφημη
καταραμένη
έργο φθοράς
στο φως φτιάχνει σκιές
κι αχτίδες στο σκοτάδι
σπάει τα στεγανά
βλέπει κρυφά κι ακούει
κλαίει και γελά
δεν ανήκει σε καμία πλευρά
είναι απλά
μια χαραμάδα τόση δα.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Επιστροφή



Επέστρεψα στη ζωή μου
χτύπησα τα πόδια
στο πάτωμα και μέτρησα.
Μέτρησα τα δάκτυλα
μέσα στις τσέπες μου
τα μέτρησα για να μη φύγουν
μέτρησα τις επιθυμίες μου
και τις αποστροφές μου
μέτρησα πόσα γράμματα
έχει το όνομά σου
μέτρησα τα διασταυρωμένα
βλέμματα
τις επιλογές και τις δυνατότητες
μέτρησα τα «δεν ξέρω»
και τις βεβαιότητες
μέτρησα τους καφέδες και τα τσιγάρα
τις πράσινες και κόκκινες κούκλες
τους βαθμούς αλκοόλ που έχω πιεί
μέτρησα τα δάκρυά μου….

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Χαμένη αθωότητα


Αθώες λέξεις
ισοπεδώνουν αισθήματα
αμετανόητα βλέμματα
ζητούν συγνώμη
για λάθη που δεν έκαναν
αδελφές ψυχές
αναζητούν στήριγμα
σε σαθρό έδαφος.
Μοναδική ασφάλεια
το στοιχειωμένο κάστρο
υγρό και σκοτεινό
και το παρελθόν να σε κυνηγά
θαμμένα μυστικά ανασταίνονται
αλλόκοτα πλάσματα περιφέρονται
κι εσύ νιώθεις σπίτι σου
αναζητώντας τη χαμένη αθωότητα.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Wish you were here...


Πάλι η ίδια έκφραση του ανικανοποίητου στο πρόσωπό σου. Η χαμένη σου αθωότητα. Αυτό που δεν τολμάς να πεις σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτόν που εκδικείσαι κάθε μέρα. Αυτόν που φορτώνεις με τύψεις κι ενοχές. Που αμφισβητείς,  μειώνεις, και ισοπεδώνεις. Που θέλεις να ξεφύγεις αλλά δε μπορείς. 
Μισείς την ασχήμια, τη σιχαίνεσαι. Σιχαίνεσαι κάθε τι το ποταπό κάθε τι ανούσιο, κάθε τι που προσβάλει την αισθητική σου. Σε ενθουσιάζει η περιπέτεια, η πρωτοτυπία, η αυθεντικότητα. Γίνεσαι ψυχρή και σκληρή με τους άλλους όταν αισθάνεσαι
να καταρρέει ο πύργος που σε προστατεύει.
Έχεις μάθει να κρύβεις επιμελώς τη θλίψη σου πίσω από ένα ειρωνικό μειδίαμα. Πίσω από όνειρα και φαντασιώσεις. Μόνο αυτά σε ικανοποιούν. Kαι η ελπίδα του απροσδόκητου.
Κι εγώ σου ρίχνω κλεφτές ματιές προσπαθώντας να καταλάβω τι σκέφτεσαι, πως νιώθεις. Προσπαθώ να διακρίνω τη δική σου αλήθεια πίσω απ’ τα ψέματα. Για να σου προσφέρω τη δική μου αλήθεια. Γυμνή κι Ευάλωτη. Λυτρωτική. Να κλάψουμε μαζί για τα χελιδόνια που πεθαίνουν στο ταξίδι. Που δε φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους. Μόνο αυτό μπορώ να κάνω για σένα…

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Ανώμαλη προσγείωση


Προσγειώθηκα πριν λίγο. Μια από τις πιο δύσκολες προσγειώσεις που έχω κάνει μετά από 72.457 ώρες πτήσης. Τι στο διάολο γίνεται σ’ αυτό τον κόσμο δε μπορώ να καταλάβω. Είναι αυτή η πραγματικότητα;
Κάθε φορά που προσγειώνομαι αμφιβάλλω για τον εαυτό μου, διπλοτσεκάρω αν έχω τοποθετήσει τις σωστές συντεταγμένες στον αυτόματο πιλότο.
Το πλέον παράδοξο σε αυτόν τον κόσμο είναι η χρήση της ομιλίας. Αυτοί που κανονικά θα έπρεπε να σιωπούν, μιλούν ακατάπαυστα. Μπουρδολογούν, παπαρολογούν, αερολογούν, αποστηθίζουν και επαναλαμβάνονται με εκπληκτικά βαρετό τρόπο.
Είναι και αυτοί που σιωπούν. Αυτοί χωρίζονται σε δυο υποκατηγορίες. Σε αυτούς που γνωρίζουν και σε αυτούς που νομίζουν…
Αυτό που με εντυπωσιάζει επίσης, κάθε φορά που προσγειώνομαι, είναι το ντύσιμο και το βλέμμα των ανθρώπων. Το βλέμμα κενό, απλανές, χωρίς ζωηράδα, χωρίς ενδιαφέρον. Στο ντύσιμο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Λείπει η αρμονία, περισσεύει η προκλητικότητα, μπερδεύουν τη σεξουαλικότητα με τη χυδαιότητα, τη μόδα με την κακογουστιά…
Φεύγω πάλι σε λίγο για τον δικό μου κόσμο….

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Τίποτα


Τίποτα. Μια γαλλίδα φίλη μου διασκέδαζε αφάνταστα συλλαβίζοντας αυτή τη λέξη.  Της φαινόταν παιχνιδιάρικη, αστεία, παιδική. Μια λέξη που δηλώνει απουσία νοήματος και περιεχομένου, κενότητα.
Αλλά πλέον έχουν χάσει και οι λέξεις το νόημα τους, τη βαρύτητά τους, την ουσία τους. Δεν υπάρχει ουσία πουθενά. Μόνο ένα πελώριο «εγώ» υπάρχει για να καλύπτει την κενότητα. Τίποτα, λέω εγώ, δεν υπάρχει. Ένα απέραντο κενό, έτοιμο να χωρέσει τα πάντα. Ευμετάβλητο και εύπλαστο, γεμάτο σκουπίδια και άχρηστα πράγματα. Όμως μέσα στο σωρό μπορεί να βρει κανείς και χρυσάφι. Θέλει πολύ ψάξιμο και γνώση γιατί το χρυσάφι αυτό δεν λάμπει. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν σκουριά. Θέλει τέχνη, αγάπη και μεράκι για να το κάνεις να λάμψει.
Τίποτα…

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Η κόκκινη τζάγκουαρ


Έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου η κόκκινη τζάγκουαρ. Το όνειρο των εφηβικών μου χρόνων. Με αυτήν θα κατακτούσα τον κόσμο. Θα διέσχιζα βουνά και πεδιάδες, πόλεις και χωριά, οδηγώντας ατέλειωτες ώρες στις πέντε ηπείρους . Μια ζωή στο τιμόνι. Και μόλις άρχιζε κάτι να μου γίνεται συνήθεια θα έφευγα για άλλο προορισμό. Εγώ και η τζάγκουαρ. Οι δυο μας σ’ ένα ταξίδι χωρίς τέλος.
Μεγάλωσα πια και συνειδητά δεν οδηγάω,  αλλά η κόκκινη τζάγκουαρ μου λείπει. Τώρα πλέον καταλαβαίνω ότι ήταν η ελευθερία μου συσκευασμένη σε ένα παιδικό όνειρο. Σου το είπα αλλά δεν το κατάλαβες. Αν είχα αυτοκίνητο θα είχα μόνο τζάγκουαρ. Ίσως και να σ’ έπαιρνα μαζί μου…

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Το τέλος της συντεχνίας των αχρείων…


Μια συντεχνία αχρείων μας κυβερνά. Διεφθαρμένοι πολιτικοί, επιχειρηματίες και δημοσιογράφοι. Σπείρουν τον πανικό, τον όλεθρο και το φόβο. Τζογάρουν το μέλλον της χώρας, σε μια παρτίδα που είναι χαμένη από χέρι.
Δεν υπολογίζουν τίποτα πια. Γνωρίζουν ότι εναλλακτική λύση γι’ αυτούς δεν υπάρχει. Όταν καταπέσουν οι νόμοι – εκτρώματα που θέσπισαν για να κάνουν το παιχνίδι τους ελεύθερα, η θέση τους θα είναι πίσω από τα κάγκελα της φυλακής…
Παίζουν το τελευταίο τους χαρτί. Γίνονται επικίνδυνοι, επειδή κινδυνεύουν να τα χάσουν όλα! Είναι έτοιμοι να συμμαχήσουν και με το διάβολο, για να σώσουν το τομάρι τους…
Ένα – ένα, τα όπλα τους, όμως,  τελειώνουν. Τα σχέδια τους αποκαλύπτονται.
Η πίεση γίνεται αφόρητη. Όλα κρέμονται από μια κλωστή…
Η συντεχνία των αχρείων που μας κυβερνά μπήκε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Είναι εύκολο να κόβεις μισθούς και συντάξεις, να τρομοκρατείς, να σπείρεις τον πανικό, υπό την απειλή της πτώχευσης.   
Το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Το θέμα δεν είναι η ΕΡΤ. Ρουφιάνοι και κομματόσκυλα είναι στην πλειοψηφία τους. Πιόνια του συστήματος. Το γνωρίζουν καλά όσοι έχουν ασχοληθεί ελάχιστα με τη δημόσια τηλεόραση. Υπάρχουν και εργάτες, μακριά απ' όλα αυτά. Υπάρχουν και επαγγελματίες που απλά κάνουν τη δουλειά τους. Να μην τα ισοπεδώνουμε όλα....
Το θέμα είναι ο τρόπος που την κλείνουν. Φασιστικός, πρωτόγνωρος για χώρα του δυτικού πολιτισμού. Παίζουν με την ελάχιστη αξιοπρέπεια που μας έχει απομείνει. Δοκιμάζουν τα όριά μας. Η ΕΣΗΕΑ απεργεί. Τα ιδιωτικά κανάλια σιωπούν. Τα ευρωπαϊκά Μέσα Ενημέρωσης αναρωτιούνται τι γίνεται στην Ελλάδα και μιλούν ευθέως για φασιστικές μεθόδους. Παγκόσμια κατακραυγή. Κάτι δεν υπολόγισαν σωστά. Κάτι τους διέφυγε. Ή μήπως κάτι άλλο έχουν στο μυαλό τους;
Μια μικρή – τόση δα – σπίθα χρειάζεται για να ξεκινήσει η πυρκαγιά. Να κάψει ότι σαθρό υπάρχει. Να λυτρωθούμε από αυτή τη σαπίλα. Να αποκαταστήσουμε την εθνική μας αξιοπρέπεια. Να θέσουμε τις βάσεις για ισονομία και αξιοκρατία στο πολύπαθο κράτος. Να γκρεμίσουμε συθέμελα τα τερατουργήματα που έφτιαξαν για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους, ξεκινώντας από την εκπαίδευση. Να επαναπροσδιορίσουμε τους εθνικούς μας στόχους σε όλους τους τομείς. Απαλλαγμένοι από τα σύνδρομα του παρελθόντος. Με πίστη στις δυνάμεις μας. Στη δημιουργικότητα και την οξύνοια του Έλληνα.  
Θα πάρει χρόνο, αλλά το κόστος θα είναι πολύ μικρό σε σχέση με αυτό που μας ετοιμάζουν.  Έχουμε περάσει, πολέμους, χούντες, εμφυλίους και επιβιώσαμε. Δεν θα μας πτοήσει μια συντεχνία αχρείων.
Το τέλος τους είναι κοντά. Το ξέρουν και φοβούνται! Ο φόβος τους διακρίνεται πίσω από κάθε τους ματιά. Πίσω από κάθε λέξη. Είναι μόνοι και απογυμνωμένοι…

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Που γαμιέσαι;


Έλα ρε, που γαμιέσαι; Ήταν ο συνήθης χαιρετισμός με κολλητούς, μιλώντας στο κινητό, κυρίως νυκτερινές ώρες. Γαμήσι ήταν για μας το λιώσιμο στα μπαρ, η ρουτίνα, η ελπίδα του απροσδόκητου, η θολούρα του αλκοόλ, το χάσιμο και η φιλοσοφία του κώλου, που μόνο ένας μεθυσμένος μπορεί να αναπτύξει…
Και να που τώρα γαμιέμαι μπροστά σε έναν υπολογιστή. Σωρευμένη μαλακία που μου καίει τον εγκέφαλο, κι από γαμήσι τίποτα. Ούτε καν η παραμικρή προσδοκία ηδονής. Εγκεφαλικός αυνανισμός. Ισοπέδωση των πάντων. Σε μια χώρα που έχει αναγάγει την ξεπέτα σε ιδεολογία. Σε έναν λαό που γεύεται τους καρπούς της ονείρωξής του κι όταν ξυπνήσει το πρωί νιώθει ενοχές.
Εδώ γαμιέμαι σιωπηλά, μοναχικά. Προσπαθώ να το κάνω με αξιοπρέπεια. Ένα γαμήσι είναι μεγάλη υπόθεση. Απαιτεί ερεθισμό των αισθήσεων, καύλα, διαστροφή. 
Πώς να καυλώσεις με τόση ηλιθιότητα γύρω σου;

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Αγάπη

Με ακούς
το ξέρω
πως μ' ακούς
κάθε χτύπο της καρδιάς μου
κάθε κρυφή μου επιθυμία
κάθε μειλίχια σκέψη
Είσαι πάντα εκεί
όταν σε χρειάζομαι
και κοιτάς χωρίς να βλέπεις
γνωρίζεις χωρίς να θυμάσαι
καταλαβαίνεις
χωρίς να σου εξηγήσει κανείς
Περιπλανιέσαι
στο αέναο σκοτάδι
γελώντας από θλίψη
κλαίγοντας από χαρά
γιατί ξέρεις
Είσαι η αρχέγονη ομορφιά
η ελευθερία, η σοφία και η γνώση
το όνειρο και η ελπίδα
η λογική στο χάος
θύτης και θύμα μαζί
Τραυματισμένη από τις μάχες
παραμορφωμένη από τον πόνο
αγέρωχη, αεικίνητη, ατίθαση
απέραντη, ακλόνητη, άκαμπτη
Είσαι πάντα εκεί
σίγουρη για τη δύναμή σου
χωρίς προκαταλήψεις
τολμηρή και γενναία
χωρίς συμβιβασμούς
χωρίς όρια
σε δέχομαι όπως είσαι
φτάνει που είσαι πάντα εκεί


















Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Το βάρος


Και να λοιπόν που αυτό το βάρος μετριόταν σε κιλά, πολλά κιλά. Το ένιωθα από το πρωί στο στήθος μου. Τα κωλοτσίγαρα είναι, σκέφτηκα. Αλλά δεν ήταν.
Κάποιοι είχαν πετάξει ένα κάρο απωθημένα στην αυλή μου. Κάθε λογής σκουπίδια από αυτά που μαυρίζουν τις ψυχές.
Έτσι γίνεται πάντα. Ψάχνουν θύματα για να φορτώσουν αλλού τη μαυρίλα τους. Δεν την παλεύουν. Στα δύσκολα τους φταίνε πάντα οι άλλοι. Όχι βέβαια οι όμοιοι τους.Όμοιος τον όμοιο αγαπά κι η κοπρά τα λάχανα, λέει μια λαϊκή παροιμία.
Ψάχνουν τα μαύρα πρόβατα, τους εύκολους στόχους και μόλις τους εντοπίσουν βγάζουν τ’ απωθημένα τους, την κακομοιριά τους. Χρησιμοποιούν κάθε πρόσφορο μέσο. Καλοθελητές υπάρχουν πολλοί. Είναι γεμάτη η πόλη.
Δε θεωρώ τον εαυτό μου εύκολο στόχο. Μαύρο πρόβατο είμαι, το παραδέχομαι. 
Κοίταξα με προσοχή τα σκουπίδια. Σε κάποια άλλη συγκυρία θα μπορούσα να τα προσθέσω στη συλλογή μου, σκέφτηκα.
Αλλά δεν θα τους κάνω τη χάρη. Δεν την αξίζουν. Έκλεισα και ξανάνοιξα τα μάτια μου. Τα σκουπίδια είχαν εξαφανιστεί. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιώ χρόνια για να απαλλαγώ από τους δαίμονες μου. Κανονικά θα έπρεπε να ψιθυρίσω κι ένα ξόρκι, αλλά το είχα ξεχάσει.
Τις τελευταίες μέρες ένιωθα το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, έτοιμο να αποκεφαλιστεί. Παραδόξως ήταν μια ωραία αίσθηση. Όλα κι όλα. Ο καθένας με τα βίτσια του.
Κοίταξα τον καθρέπτη και του το 'πα: Δε με πειράζει να μου κόψουν το κεφάλι. Άλλωστε το’ χω βαρεθεί. Αλλά τα βάρη άλλων δε σηκώνω.
Την ανημποριά τους δεν αντέχω, τη φτώχεια τους, την ελαφρότητα της καταδίκης.
Ποτέ δε με ενδιέφεραν κλούβια μυαλά σε φάτσες δήθεν πρόσχαρες, κενές από ουσία. Δεν έχουν κάτι να μου πουν. Ποτέ δεν είχαν. Τους ενοχλεί αυτό που δεν καταλαβαίνουν. Στοχοποιούν κάθε τι που τους υπερβαίνει. Μισαλλόδοξοι. Ναρκισσιστές. Καταδικασμένοι σε θάνατο από ανία. Πρωταγωνιστές στη ρουτίνα τους. Χωρίς φαντασία, χωρίς πάθη, προσαρμοσμένοι στις ανάγκες τους. Καθώς πρέπει, κατά τα άλλα…



Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Η σημαδούρα

Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί σε μια τεράστια κίτρινη σημαδούρα που έπλεε στη θάλασσα. Ήταν δεν ήταν εκατό μέτρα από την ακτή. Λικνιζόταν νωχελικά στον ρυθμό των κυμάτων. Αυτή ήταν η δουλειά της. Δεν υπήρχε κανένα βαθύτερο νόημα, καμιά απόγνωση στην ύπαρξη της. Απλά ήταν εκεί για να τη βλέπουμε. Σχεδόν τη ζήλεψα.
Ήπια μια γουλιά καφέ και άναψα τσιγάρο. Όλοι σημαδούρες είμαστε, σκέφτηκα, και φύσηξα τον καπνό μακριά...

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Μια λέξη


Ξέρεις τι είναι να ψάχνεις να βρεις μια λέξη. Όχι μια οποιαδήποτε λέξη αλλά αυτή που θες εσύ. Αυτή που σε φτιάχνει, που ταιριάζει απόλυτα με αυτό που έχεις στο κεφάλι σου.
Μπορεί να πάρει ώρες ολόκληρες. Και αυτή η γαμημένη λέξη να μην έρχεται. Να έρχονται συνώνυμες κι ανώνυμες. Να σου είναι αδιάφορες, να περνάνε και να φεύγουνε. Να προσπαθείς να τις ταιριάξεις και να βγαίνει μια μετριότητα.
Να βασανίζεσαι, να στύβεις το κεφάλι σου και να μη βγαίνει τίποτα.
Και τι ηδονή όταν αυτή η πολυπόθητη λέξη έρχεται ξαφνικά εκεί που δεν την περιμένεις. Μονομιάς όλα ταιριάζουν. Γίνονται μια συγχορδία και χορεύουν με ξέφρενο ρυθμό.
Επιτέλους μπορώ να το πω: Μωρό μου είσαι έκσταση!

έκσταση η [ékstasi] Ο33 : 1.(φιλοσ.) η κατάσταση κατά την οποία το πνεύμα αποχωρίζεται πλήρως από τον κόσμο των αισθήσεων και έτσι επικοινωνεί άμεσα και ταυτίζεται με το Θεό: Οι μυστικιστές ισχυρίζονται ότι τη στιγμή της έκστασης, όταν εκμηδενίζεται και θανατώνεται η ψυχή, ταυτίζονται με την άπειρη ουσία του σύμπαντος. 2. η παθητική κατάσταση στην οποία περιέρχεται το πνεύμα, όταν απορροφάται πλήρως από μια μόνο ισχυρή εντύπωση (θαυμασμού, κατάπληξης κτλ.) ή μια μόνο σκέψη: Πέφτω σε ~. Θρησκευτική ~. Bυθίστηκε σε μια μελαγχολική ~.
[λόγ. < ελνστ. κστα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ταραχή της σκέψης΄ & σημδ. γαλλ. extase < υστλατ. extasis < ελνστ. κστασις]

έκσταση το [ékstasi] Ο (άκλ.) : είδος σκληρού ναρκωτικού.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Στο μυαλό του Πέπε

Έρχεται το πρωί στο κρεβάτι μου. Μου χώνει την υγρή του μουσούδα στο πρόσωπο και γρυλίζει ανεπαίσθητα.Τον χαϊδεύω με όση όρεξη μπορώ να έχω αυτήν την ώρα και τον σπρώχνω ευγενικά. Πέπε με γαμάς, του ψιθυρίζω. Υποχωρεί προσωρινά και ξαπλώνει στο πάτωμα. Χασμουργιέται. Προσπαθεί να μου μιλήσει μα δεν τα καταφέρνει. Πάλι γρύλισμα βγαίνει, πιο δυνατό αυτή τη φορά. Μισοανοίγω τα μάτια. Τα δικά του είναι καρφωμένα πάνω μου. Η γλώσσα έξω, ύφος ικετευτικό. Η μέθοδος πάντα πιάνει. Και το ξέρει το κωλόπαιδο.
Καλημέρα Πέπε!
Είναι ώρα για καφέ και βόλτα στην παραλία. Είναι η ρουτίνα μας. Μια γλυκιά ρουτίνα που μοιραζόμαστε, εγώ όντας άνεργος και ο Πέπε, μόλις ενός έτους, από τη φύση του περίεργος και αλήτης. Στο δρόμο θα κατουρήσει πάντα στα ίδια δέντρα, θα μυρίσει με τον ίδιο ενθουσιασμό στα ίδια σημεία, θα κοντοσταθεί να χαιρετίσει τους φίλους του, θα αφουγραστεί κάθε καινούργιο θόρυβο, θα τον τραβήξει κάθε καινούργια εικόνα. Όταν τον τραβάω πεισματικά με το λουρί του γυρίζει και με κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο απορία. Τι ζόρι τραβάς ρε άνθρωπε, σα να μου λέει. Γιατί δεν απολαμβάνεις τη βόλτα; Γιατί δεν κοιτάς γύρω σου; Γιατί δεν χαιρετάς τους ανθρώπους; Γιατί δεν μυρίζεις όλες αυτές τις μυρωδιές; Γιατί δεν κατουράς ν' αφήσεις τη δικιά σου μυρωδιά;
Κι εκεί με τρελαίνει. Κι εσύ γιατί δε μιλάς ρε μαλάκα, του απαντώ. Θα μπορούσα να σου εξηγήσω τι ζόρι τραβώ...

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Δήθεν γενικά...


Δε βλέπω λύση. Λαϊκισμό, κυνισμό, αλαζονεία και ανθρωποφαγία βλέπω. Λείπει η αποστασιοποίηση, η ψυχρή λογική. Μερικές φορές νιώθω ότι δεν ανήκω σε αυτόν τον κόσμο. Αισθάνομαι περαστικός. Ένας παρατηρητής. Άλλοτε πάλι παίρνω θέση. Ανάλογα με τη διάθεσή μου. Αν και δε μ’ αρέσουν οι ταμπέλες δηλώνω αναρχικός και σουρεαλιστής. Και μαύρο πρόβατο.
Απογοήτευση νιώθω. Για τη χώρα μου. Για τους ανθρώπους. Για τον πολιτισμό μας. Για την κατάντια μας.
Είναι αλήθεια ότι το πρόβλημα της Ελλάδας έχει μια ιδιαιτερότητα. Είναι βαθιά πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό. Είναι δικό μας πρόβλημα και πρέπει να το λύσουμε εμείς. Ούτε η Μέρκελ ούτε η Λαγκάρντ μπορεί να το λύσει. Δε λύνεται με μέτρα, υποδείξεις ή απειλές. Και όμως βουλοπλέμε εδώ και τρία χρόνια, αδυνατώντας να κατανοήσουμε τι συμβαίνει.
Το πρόβλημα δεν είναι το πρόβλημα αλλά η προσέγγισή του. Δε μπορούμε να προσεγγίσουμε το πρόβλημα κουβαλώντας όλα τα σκουπίδια που έχουν σωρευτεί μέσα μας. Χρειάζεται ξεσκαρτάρισμα. Πρέπει να αποβάλλουμε ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Και ότι άλλο μας εμποδίζει να το προσεγγίσουμε αντικειμενικά και επηρεάζει την ορθή μας κρίση. Εκεί πάσχουμε. Δε θέλουν πολίτες. Πελάτες και πρόβατα μας θέλουν. Κοπάδια. Αριστερό κοπάδι, δεξιό κοπάδι, φιλελεύθερο κοπάδι, οικολογικό κοπάδι, και ότι άλλη ταμπέλα θέλετε να βάλετε. (Μηδέ των φασιστοειδών εξαιρουμένων. Αυτοί κι αν είναι μέρος του συστήματος). Για να μπορούν να μας ελέγχουν καλύτερα. Να μας καθοδηγούν. Να τζογάρουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Αν διαφοροποιηθείς σε κάτι θα σπεύσουν αμέσως να πουν: Άντε μωρέ αυτός είναι αριστερός… ή δεξιός…ή…
Η πολιτική, οικονομική και μηντιακή εξουσία γνωρίζει αυτό το παιχνίδι πολύ καλά. Έτσι συντηρείται το «σύστημα» και εξασφαλίζει τη μακροβιότητα του. Κόπτονται όλοι να μας σώσουν, για να σώσουν πρώτα το τομάρι τους. Γι αυτό μας θέλουν φανατικούς. Μουζαχεντίν. «Σκεπτόμενους» μέσα σε κουτάκια. Δήθεν ελεύθερους, δήθεν δημοκράτες. Δήθεν γενικά…
 

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ο εαυτός μου κι εγώ


Τελευταία μιλάω με τον εαυτό μου όλο και πιο συχνά. Τον χρειάζομαι όλο και πιο συχνά. Είχα να τον δω χρόνια. Κάπου σ’ ένα σταυροδρόμι με είχε παρατήσει, όταν έκρινε ότι δεν είχαμε πολλά να πούμε πια. Δεν είχε μπει καν στον κόπο να μου εξηγήσει τον λόγο. Ούτε κι εγώ του τον ζήτησα. Θυμάμαι τότε είχα τσατιστεί πολύ  και έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου.
Τον ξαναβρήκα, μετά από πολύ καιρό σε μια από τις μοναχικές μου βόλτες. Τώρα που το καλοσκέφτομαι ίσως και να τον έψαχνα. Καθόταν στην άκρη ενός γκρεμού αμίλητος και σκεπτικός.
- Τι κάνεις ρε μαλάκα, του λέω. Θες να φουντάρεις; Βαρέθηκες τη μίζερη ζωή σου χωρίς εμένα;
Με κοίταξε – δήθεν με έκπληξη – και έβαλε τα γέλια.
- Εσύ έχεις πεθάνει και δεν το ξέρεις, μου είπε. Μαλάκα, ξύπνα!!!
Και ξύπνησα…